Οι ινοκυστικοί μαστοί αποτελούν την πιο συχνή πάθηση των μαστών στις γυναίκες ηλικίας 40 με 50 ετών. Ονομάζεται επίσης «ινοαδένωση», «κυστική μαστίτιδα» ή «ορμονική μαστοπάθεια» και εμφανίζεται στο 40% περίπου των γυναικών, κατά την αναπαραγωγική ηλικία. Ωστόσο μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε φάση στη ζωή μιας γυναίκας.
Πρόκειται για μία καλοήθη κατάσταση, η οποία εντοπίζεται σε διαφορετικά σημεία, ενώ μπορεί να επηρεάσει και τους δύο μαστούς ταυτόχρονα.
Τα αίτια των ινοκυστικών μαστών αφορούν στη γενετική φύση των μαστών (πυκνότητα κ.α.), καθώς και στις ορμονικές μεταβολές των γυναικών.
Ο μαστός περιέχει ποσοστά ινώδους ιστού και λίπους, τα οποία, ανάλογα με την κατανομή τους, καθιστούν το μαστό σε πυκνό (ινοκυστικό) ή αραιό (λιπώδης).
Οι ινοκυστικές αλλοιώσεις οφείλονται, επίσης, στις αλλαγές των ορμονικών επιπέδων (θυληκές ορμόνες) κατά την έμμηνο ρύση.
Ποικίλοι παράγοντες συντελούν στη δημιουργία της ινοκυστικής νόσου. Αυτοί περιλαμβάνουν:
Τα συμπτώματα που εκδηλώνονται με τους ινοκυστικούς μαστούς είναι πιο έντονα τις ημέρες πριν την έμμηνο ρύση. Έτσι, η γυναίκα που πάσχει από την πάθηση μπορεί να εντοπίσει:
Σε αρκετές περιπτώσεις τα συμπτώματα δεν είναι εμφανή, ενώ σε άλλες μπορεί να υποχωρήσουν με την πάροδο του χρόνου.
Τις περισσότερες φορές, η διάγνωση των ινοκυστικών μαστών τίθεται βάσει της συμπτωματολογίας που εκδηλώνεται. Ο γυναικολόγος μέσα από κλινική εξέταση θα είναι σε θέση να αξιολογήσει τα χαρακτηριστικά και το μέγεθος των διογκώσεων, ενώ θα ελέγξει το βαθμό του πόνου που προκαλεί στη γυναίκα.
Η εξέταση περιλαμβάνει υπερηχογράφημα όπου θα αναδειχθεί η μορφολογία των αλλοιώσεων και η σύσταση των κύστεων – αν είναι συμπαγείς (σύνθετες κύστεις) ή έχουν υγρό (απλές κύστεις).
Στην περίπτωση όπου τα ευρήματα θέσουν υποψία για καρκίνο του μαστού, πραγματοποιείται βιοψία.
Οι ινοκυστικοί μαστοί δεν οδηγούν σε καρκίνο του μαστού. Ωστόσο, οι σύνθετες κύστεις αποτελούν ανησυχητικό παράγοντα για την ανάπτυξη του καρκίνου. Παράλληλα, η γυναίκα που πάσχει από ινοκυστικούς μαστούς με έντονη συμπτωματολογία υπάγεται στην ομάδα αυξημένου κινδύνου.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο έλεγχος θα πρέπει να είναι τακτικός και, κατόπιν υποδείξεως του γιατρού, η γυναίκα πρέπει να υποβάλλεται σε μαστογραφία με σκοπό την πρόληψη και έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού.
Η θεραπεία για τους ινοκυστικούς μαστούς είναι είτε συντηρητική είτε χειρουργική, ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας.
Παρόλα αυτά, στα πιο πολλά περιστατικά η πάθηση υποχωρεί από μόνη της κατά την περίοδο της εμμηνόπαυσης. Οι γυναίκες που έχουν διαγνωσθεί με ινοκυστικούς μαστούς και δεν έχουν ιδιαίτερες ενοχλήσεις, δεν ακολουθούν κάποια θεραπεία, όμως πρέπει να είναι συνεπείς στην παρακολούθησή τους.
Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει:
Στις γυναίκες όπου οι ενοχλήσεις εμμένουν, ο γιατρός μπορεί να προχωρήσει σε παρακέντηση των κύστεων όπου γίνεται παροχέτευση του υγρού. Εάν τα συμπτώματα επιμένουν, τότε οι κύστεις αφαιρούνται με χειρουργική επέμβαση.