Ο όρος εμμηνόπαυση αναφέρεται στη διακοπή της έμμηνου ρύσης και αποτελεί μία φυσική εξέλιξη στη ζωή μιας γυναίκας. Η εμμηνόπαυση ορίζεται 12 μήνες μετά την τελευταία φορά της περιόδου της. Πρόκειται για μία φάση όπου παύει η παραγωγή ωαρίων από τις ωοθήκες και δεν υπάρχει η δυνατότητα φυσιολογικής εγκυμοσύνης.
Κατά την εμμηνόπαυση, η γυναίκα βιώνει διάφορες αλλαγές στο σώμα της αλλά και την ψυχολογία της λόγω της διακοπής παραγωγής οιστρογόνων και προγεστερόνης από τις ορμόνες. Πολύ συχνά, αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή της. Ωστόσο, μπορούν να αντιμετωπιστούν είτε με φαρμακευτική αγωγή είτε με άλλες θεραπείες που θα τη βοηθήσουν να διαχειριστεί ή και να απαλλαχθεί από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης.
Η εμμηνόπαυση εμφανίζεται στην ηλικία ανάμεσα στα 45 – 55 έτη. Ο μέσος όρος ηλικίας για την εμμηνόπαυση είναι τα 51 έτη. Οι καπνίστριες γυναίκες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν εμμηνόπαυση σε μικρότερη ηλικία (μέσος όρος τα 49 έτη).
Πριν την εμμηνόπαυση, υπάρχει μία μεταβατική φάση, περίπου 5 χρόνων, που ονομάζεται «κλιμακτήριος». Σε αυτήν τη φάση, παρουσιάζονται συμπτώματα όπως:
Υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις όπου η εμμηνόπαυση παρουσιάζεται ξαφνικά. Αυτές οι περιπτώσεις σχετίζονται με ειδικές συνθήκες στη ζωή μιας γυναίκας:
Τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης μπορεί να είναι διαφορετικά σε κάθε γυναίκα, ενώ η συχνότητα και ο βαθμός εκδήλωσής τους ποικίλουν. Τα συνηθέστερα συμπτώματα που παρουσιάζονται κατά την εμμηνοπαυσιακή περίοδο είναι:
Για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης, η γυναίκα θα πρέπει να συμβουλευτεί το γυναικολόγο της. Μέσα από την καταγραφή των συμπτωμάτων και την κλινική εξέταση, ο γιατρός θα ορίσει το κατάλληλο πλάνο διαχείρισης. Παράλληλα, θα την παραπέμψει σε γιατρούς ειδικοτήτων που αφορούν σε συγκεκριμένα συμπτώματα.
Πολύ συχνά, η αντιμετώπιση περιλαμβάνει λήψη βιταμινών, συμπληρωμάτων διατροφής, χρήση ειδικών λιπαντικών, κ.α.
Σε ορισμένες περιπτώσεις συστήνεται θεραπεία για υποκατάσταση των ορμονών όπου αυξάνονται τα ορμονικά επίπεδα οδηγώντας στην εξάλειψη των εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων.